Σχολιάζει η Χριστίνα Ντεχόλα
«Εγώ δεν είχα για να χωρίσω, εσύ χώρισες;»
«Νομίζω.»
«Να πάρουμε τη σαλάτα με φινόκιο και βινεγκρέτ μελιού;»
«Ναι, και θέλω και τη μους στρατσιατέλας με μπανάνα.»
«Και τι είπατε;» Τίποτα, της λέω. Τι να πούμε; Ό,τι λέμε κάθε φορά, με κάθε άτομο, με το ίδιο απαράδεκτο ύφος και την ίδια άβολη ματιά. Δεν τα βρίσκουμε. Ούτε εμείς ούτε οι άλλοι. Απορώ πόσα απολεσθέντα χωράνε οι ζωές των ανθρώπων και όλο πληθαίνουν αυτά που δε βρίσκουμε. Αλλά πως να βρεις κάτι από τη στιγμή που δε ξέρεις καν τι ψάχνεις. Είσαι σαν την βραδινή λιγούρα που κοντοστέκεται στο ανοιχτό ψυγείο και δε της αρέσει τίποτα. Τίποτα δεν είναι αρκετό για να κορέσει το ηλίθιο κενό της βαρεμάρας περισσότερο, παρά της πείνας.
«Ε, δε γινόταν», ποτέ δε γίνεται. Γιατί το εύκολο είναι να ξεφύγεις, να μην σκοτιστείς και πολύ. Πόσα πράγματα όμως θα μπορούσαν να γίνουν αν δεν έλεγες αυτό, το δε γινόταν. Πόσα achievements θα είχες κάνει unlock, πόσες στιγμές, ευκαιρίες, συναισθήματα, εμπειρίες και βιώματα χάνεις, δεν το ξέρεις. Και πόση ζωή χαραμίζεις αρνούμενη να ανοίξεις ένα μικρό πορτάκι να μπει λίγο ζεστό φως.
Δε σε γουστάρει άλλο, επειδή έτσι! Τα πράγματα είναι απλά όπως είναι.
«Και τώρα;» Τώρα ο χρόνος κυλάει γραμμικά, η γη κάνει σβούρες στο ηλιακό σύστημα, το γάλα στο ψυγείο μου θα λήξει αύριο και η μους στρατσιατέλας ήταν σκέτο όνειρο.