Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Αφιέρωμα στους μετανάστες του χωριού μου.

Στο σταθμό της Στουτκάρδης
Ανασύροντας μνήμες ..
Αφιέρωμα στους μετανάστες του χωριού μου. 
Η δεκαετία του ΄60, μπορούμε ίσως να την χαρακτηρίσουμε και εποχή των παιδικών φωνών της υπαίθρου, καθώς μόνιμοι κάτοικοι των χωριών μας ήταν γέροι και παιδιά. Ποιοι λοιπόν θα τσίριζαν στα σοκάκια?
Οι γονείς βλέπετε των παιδιών, αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς, να παλέψουν για καλύτερες συνθήκες, να βοηθήσουν τις οικογένειες τους. Σίγουρα ωφελήθηκαν και οι ίδιοι, αλλά περισσότερο βοήθησαν την  ανοικοδόμηση άλλων χωρών που τους είχαν ανάγκη, κυρίως της Δυτικής Γερμανίας. Τραγικές καταστάσεις που τα αποτελέσματα τα βιώνουμε σήμερα. Το ίδιο συνέβη και αργότερα, από τη δεκαετία του ΄80 και μετά, με τα παιδιά τους, όσα έμειναν πίσω τράβηξαν τα περισσότερα για άλλες πολιτείες. Κλείσαν τα σχολειά, ερήμωσε η ύπαιθρος.
Ξεκινώ από τη δεκαετία του ΄60, γιατί τα χρόνια τότε ήταν πολύ πιο δύσκολα από τα σημερινά. Χρόνια μίζερα, χρόνια γεμάτα πόνο και δυστυχία, μια εποχή που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια στις ψυχές των ανθρώπων.
Αν και χαρακτηρίστηκε ως δεκαετία της βιομηχανικής ανάπτυξης, εντούτοις η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Η άνιση ανάπτυξη και η συσσώρευση κεφαλαίων στις χώρες του βορρά δημιούργησε ευνοικές 
συνθήκες μετανάστευσης για τους ανθρώπους του νότου.
Διαρκής πληγή η μετανάστευση, που αν συνυπολογίσουμε σήμερα και την υπογεννητικότητα, ίσως σε μερικά χρόνια να μιλούμε για μια διαφορετική Ελλάδα, ήδη δηλ. μιλάμε.
Συζητώντας με τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, παιδί και εγώ μεταναστών και μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, πάνω από 30 χρόνια, διαπιστώνω πως πολλά πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Η μετανάστευση ήταν πάντοτε πηγή πλούτου για τους ισχυρούς. Εκμεταλλεύονται κάθε αδυναμία για να συνεχίσουν να μεγαλουργούν. Η ανάγκη για παραγωγή και μεγαλύτερη κερδοφορία ευνοούν και σήμερα την μετανάστευση.
Τα φθηνά εργατικά χέρια ήταν πάντοτε στις προτεραιότητες τους.
Αλλά καλύτερα, να πάμε στους πρωταγωνιστές, στους ανθρώπους που έγραψαν με τον δικό τους ιδρώτα την ιστορία.
Αν τους ρωτήσεις πως ήταν εκείνη η εποχή στα χωριά, η πρώτη λέξη που τους έρχεται στο μυαλό είναι η φτώχεια, παντού φτώχεια.
Τι να πρωτοθυμηθούν απο κείνα τα χρόνια; Το μόνο που αναζητούσαν ήταν να ξεφύγουν από τη δυστυχία. Να φύγουν, να συγκεντρώσουν λίγα χρήματα, να γυρίσουν πίσω, να φτιάξουν ένα σπιτάκι, να στεγάσουν τις ελπίδες και τα βάσανα τους. Ήθελαν να προσφέρουν στα παιδιά τους καλύτερη ζωή.
Δικαιολογημένα ήρθαν κάποιοι στίχοι στο μυαλό μου...
Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις
εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς
ανήμπορος στον ήλιο ανεμίζεις
συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής.
Θυμάμαι τον πεθερό μου με καημό να λέει ΄΄μας πήρε τα παιδιά η Γερμανία΄΄ με έναν βαθύ αναστεναγμό να συνοδεύει τα λόγια του.
Από το χωριό μου, Χιονάδες, ο πρώτος που έφυγε με πρόσκληση, ήταν ο πατέρας μου και μετά ακολούθησαν και άλλοι.
Πως ήταν όμως τότε στα χωριό μου;
Ο πατέρας μου
 
 -Παιδί μου, πολύ κούραση. Δρόμοι γεμάτοι λάσπες, δυσκολοδιάβατοι. Να φανταστείς όταν έβρεχε, η λάσπη έφτανε μέχρι την κοιλιά των αγελάδων. 
- Σήμερα όμως πατέρα, οι δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι, χωρίς τρύπες, γιαλοκοπούν? Είδες δουλειά που κάνουν οι Δήμαρχοι?
-Άλλαξαν τα χρόνια, ήρθε η ανάπτυξη (γέλια).
Η δουλειά τότε αδιάκοπη, χωρίς αντίκρυσμα. Ξεκινούσες την αυγή και πήγαινες στο σπίτι το ηλιοβασίλεμα. Ρολόγια δεν υπήρχαν. Το μεσημέρι για να υπολογίσουμε την ώρα, χρησιμοποιούσαμε το ηλιακό ρολόι . Ο δείκτης για να δείχνει την σκιά, ήταν κάποιο ξύλο ή τα σώματα μας..
Θυμάται επίσης, πως ο Κος Τριανταφυλλίδης (γνωστός σε όλους μας και ως τρελό-Ζήσης) είχε το πρώτο ρολόι, ένα μεγάλο ξυπνυτήρι που το είχε πάντα μαζί του, κάτω απο τη μασχάλη του και που συχνά κουδούνιζε, εκεί που δεν το περίμενες..
Ο τρελό - Ζήσης, ήταν αυτός που άνοιγε πηγάδια στις αυλές των σπιτιών. Και μη νομίζετε με κάποιο γεωτρύπανο. Μόνο με τα εργαλεία της εποχής, έναν κασμά και ένα φτυάρι. Να φανταστείτε στη διάνοιξη του πηγαδιού μας, έφτασε σε βάθος 17 μέτρων.
Όργωμα με τα ζώα (συνήθως βόδια). θέρος με τις κόσες (δρεπάνια), μέχρι και στη δεκαετία του ΄70 που εμφανίστηκαν οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές (Κομπίνες)
Θυμάται μόνο τρία άτομα (Καρακατσάνης, Αλμπάντης και Πουτουλούδης), να έχουν στην κατοχή τους ραδιόφωνο και θυμάται τη χαρά που έπαιρνε, όταν κάθε Κυριακή μαζευόντουσαν και άκουγαν τραγούδια στο ραδιόφωνο.
Στα χωράφια έσπερναν σιτηρά , καλαμπόκια και σίκαλη, χωρίς όμως αντίκρυσμα. Κάποτε έριξε 60 τενεκέδες σπόρο και η παραγωγή ήταν πάλι 60 τενεκέδες.

Ψωμί δεν υπήρχε σε όλα τα σπίτια και το κρέας σπάνιο. Στα περισσότερα σπίτια, επειδή δεν υπήρχε αλεύρι από σιτάρι, χρησιμοποιούσαν καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν ψωμί (μπομπότα). Όσοι είχαν τη δυνατότητα, έσφαζαν γουρούνι μια φορά το χρόνο και το κρέας το διατηρούσαν παστωμένο.
Σε εμάς, απ΄ όσα μου λένε, υπήρχαν πάντα και λίγα χρήματα, λόγω της ενασχόλησης της γιαγιάς μου με τη ραπτική, δεν είναι τυχαίο άλλωστε που με φωνάζαν το εγγόνι της μπάμπω (γιαγιάς) Γαζίνας, μάλλον απο το γαζί. Το παρατσούκλι ΄΄Πατέλας ΄΄ το απέκτησα αργότερα, μάλλον από τις πολλές  ποδοσφαιρικές τρίπλες ΄΄αλλά Μέσι΄΄ που έκανα ως πιτσιρίκος..
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουν; Ο δρόμος της ξενιτιάς ανοιχτός.
εγγονός και γιαγιά ΄΄Γαζίνα΄΄ (Ζωγραφίνα)
 Η πολιτική της μετανάστευσης (και η εσωτερική) εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί αρκετά συμφέροντα. Αφού λοιπόν ξεκίνησε ο γολγοθάς προς αναζήτηση της ελπίδας, έπρεπε να ανταπεξέλθουν και στις καινούργιες δυσκολίες που θα έβρισκαν μπροστά τους. Οι πρώτοι μισθοί περίπου στα 150 DΜ, ενώ στις βαριές βιομηχανίες με εξαντλητικά ωράρια έφθανε και στα 400 DΜ (7 δρχ. είχε το Μάρκο).
Οι συνθήκες δύσκολες. Αλλά είχαν υπομονή και επιμονή. Έπρεπε να δουλέψουν, δεν την φοβόντουσαν τη δουλειά. Τις περισσότερες φορές αναζητούσαν και δεύτερη. Αφού ήρθαν, έπρεπε να προκόψουν. Να προσφέρουν καλύτερες τύχες στα παιδιά τους. Και ναί, τα κατάφεραν! Φαντάζομαι αρκετοί από εσάς που διαβάζετε τούτα τα λόγια, θα συγκινηθείτε απο την προσπάθεια των γονιών σας και όσα μπόρεσαν να σας προσφέρουν και σίγουρα θα θυμάστε πολλοί, τα καλοκαιρινά σας ταξίδια με το "Ακρόπολις Εξπρές" στη Γερμανία.
Με το Ακρόπολις Εξπρές
 Στην αρχή αντιμετωπίζονται ως “ Gastarbeiter” , δηλαδή φιλοξενούμενοι εργάτες ή αλλιώς ως Stück (κομμάτια), όπως τους αποκαλούσαν οι μεγαλοβιομήχανοι. Το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με το φέρι μποτ «Κολοκοτρώνης» μέχρι στο Μπρίντιζι της Ιταλίας και από ΄κει με τρένο στη Γερμανία. Από το 1964, μια φορά τη βδομάδα ταξίδευαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προς Μόναχο με ειδικές αμαξοστοιχίες “μεταφορές” (έτσι τις αποκαλούσαν οι Γερμανοί). Το 1965 ψηφίζεται ένας νόμος στον οποίο προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ένας ξένος μπορούσε να πάρει μόνιμη άδεια παραμονής και να απασχολείται με ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες εργάτες, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, είχαν πάρει μέχρι το 1972 τον δρόμο της μετανάστευσης προς την Γερμανία.
Η διαμονή τους στην αρχή ήταν σε παράγκες εργοστασίων, όπου διέμεναν και αρκετοί Γερμανοί. Η ανάγκη για εργασία δεν υπήρχε μόνο για τους μετανάστες.
Οι γονείς
 Η ανοικοδόμηση της Δ. Γερμανίας ξεκίνησε ξανά μετά την Συμφωνία του Λονδίνου με την παραγραφή μέρους του χρέους που έφτανε στο 60% , αλλά και το σχέδιο Μάρσαλ. 
Στην αρχή ο πατέρας μου, δούλεψε σε ένα Metzgerei (κρεοπωλείο), μαζί με άλλους 7 Γερμανούς που τους παρείχαν διαμονή και φαγητό. Κάθε κυριακή τους έδιναν μια κανάτα καφέ και λίγο τσουρέκι και το μεσημέρι συγκεντρωνόταν στο Esslingen σε Ελληνικό καφενείο για να φάνε φασολάδα.
Η μοναδική επαφή με τους δικούς τους, ήταν με γράμματα και σπάνια με τη χρήση τηλεφώνου. Στο χωριό μου υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο και αυτό στο καφενείο του χωριού, του Ζήση Καρακατσάνη. Ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή απο το μεγάφωνο. Ο Πουτουλούδης να έρθει  σε μισή ώρα, θα πάρουν τηλέφωνο από τη Γερμανία.
Η επαφή με την πατρίδα την διατηρούσαν και μέσω ραδιοφώνου, τη φωνή της Ελλάδας στα βραχέα κύματα ή από το Ελληνικό πρόγραμμα του σταθμού του Μονάχου, που αναμεταδίδονταν από την Deutsche Welle κάθε βράδυ..
Για την ιστορία να πούμε, πως ο πρώτος διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος από το 1964, ο οποίος σφράγισε με τις επιλογές του για μια δεκαετία το ύφος του προγράμματος, ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης.
Ακόμη τον θυμάται ο πατέρας μου, να σατυρίζει την Χούντα των συνταγματαρχών και τη λογοκρισία που είχαν επιβάλλει σε όλα τα μέσα.
Οι εποχές απο τη δεκαετία του ΄60 άλλαξαν, ήρθαν “καλύτερα χρόνια”. Τα παιδιά, τα περισσότερα, εφόσον ενηλικιώθηκαν υπο την επίβλεψη των παππούδων, τράβηξαν και αυτά τον δρόμο τους, που δεν ήταν άλλος από την μετανάστευση. Δυστυχώς ποτέ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν υπήρξε στη Ελλάδα αναπτυξιακό μοντέλο που θα πρόσφερε προοπτική στους νέους μας. Η Ελλάδα έκανε και συνεχίζει να κάνει εξαγωγή εργατών σε ολόκληρο τον κόσμο και δυστυχώς συνεχίζει να ΄΄αιμοραγεί΄΄...
Ο αποχαιρετισμός

Από την πρώτη γενιά μεταναστών, που έφυγαν στη Δ. Γερμανία, η πλειονότητα γύρισε στον τόπο τους, αλλά χωρίς τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους εξακολοθούν να βρίσκονται μετέωρα σε διαφορετικές πατρίδες.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι αρκετά πολύπλοκο και δεν μπορείς να το περιορίσεις σε ένα μικρό κείμενο.  Άλλωστε, το ταξίδι συνεχίζεται, δεν έχει τελειωμό.
ΥΓ. Ο πατέρας μου εκοιμήθη στις 11.06.2022.
Αν κάποιοι θέλουν να προσφέρουν φωτογραφικό υλικό απο διάφορες εποχές μετανάστευσης ή να περιγράψουν ιστορίες της εποχής, θα χαρώ ιδιαίτερα.
Είναι οι μνήμες που δεν πρέπει να χάνονται!


Οι γονείς 



Από τη δεύτερη γενιά μεταναστών



Με το ξάδελφο Σταύρο Σταμπολίδη



Με τον Δουκίδη Δημήτρη
Κουτιανίδης Κώστας, εγώ και ο Βαργιαμίδης Δημήτρης στον σταθμό της Στουτκάρδης


Βασίλης, εγώ και ο Κώστας



























Φωτογραφίες που πήρα από την Ντίνα Γκιργκένη                              

Το 1987 υπήρχε ακόμη νεανική ζωντάνια στο χωριό

                              

Ο παππούς Κωνσταντίνος με τον Δημήτρη Δουκιδη την Ελένη την αδερφή του και στα πόδια του ο Γκαρνετα ς Χρήστος



Ο Χρήστος στην Γερμανία                                                


Οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και μας χαρίζουν μοναδικές στιγμές.Τις παρακάτω φωτογραφίες μου τις έστειλε η Λίτσα Διάκα. Είναι οικογενειακές φωτογραφίες και την ευχαριστώ πάρα πολύ!





Χρήστος Τσομπανούδης









Λίτσα, Χρυσούλα, Παναγιώτα











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου