Χριστίνα Ντεχόλα |
Ζαρωμένος φύλαγες και γκρίζα η όψη.
Βλέμμα άστοχο.
Βλέμμα άστοχο.
Αδειανός και ξένος
απόμεινες.
απόμεινες.
Πίκρα και βάσανο
από ένα φευγιό δειλό.
«Μη λογαριάζεις» σ’ έλεγα,
«μη καρτερείς αδίκως»
Είναι μανούλα η μοναξιά,
σε γιάνει, σε θεριεύει.
από ένα φευγιό δειλό.
«Μη λογαριάζεις» σ’ έλεγα,
«μη καρτερείς αδίκως»
Είναι μανούλα η μοναξιά,
σε γιάνει, σε θεριεύει.
Αφού πιείς λήθινο νερό
ξεχνιέται το καρτέρι.
Μ’ αέρας κρύος σε φυσά.
Στην ξέρα σε θερίζει,
αν μόνος διαβαίνεις
χωρίς να σε βαστά ένα χέρι.
Τούτο θαρρώ δε στο ‘πα.
Μ’ αέρας κρύος σε φυσά.
Στην ξέρα σε θερίζει,
αν μόνος διαβαίνεις
χωρίς να σε βαστά ένα χέρι.
Τούτο θαρρώ δε στο ‘πα.
Εταξίδευεν η μουσική στα σοκάκια
κι έφτανε σε μένα βαριά.
Χορδή παλλόμενη.
Σαν την σκέψη που ‘χω,
γέννησε νότες απαλές,
και μού ‘λεγεν για σένα ιστορίες,
ότι πλαγιάζεις δίχως αγκάλη γύρω σου.
Σ’ έλεγα «Μη φοβού».
κι έφτανε σε μένα βαριά.
Χορδή παλλόμενη.
Σαν την σκέψη που ‘χω,
γέννησε νότες απαλές,
και μού ‘λεγεν για σένα ιστορίες,
ότι πλαγιάζεις δίχως αγκάλη γύρω σου.
Σ’ έλεγα «Μη φοβού».
Το ευτυχέστερο είναι τούτο,
καθώς η μοιρασιά όλη της κλίνης
καθώς η μοιρασιά όλη της κλίνης
μένει για του λόγου σου.
Μόνο που οφείλεις να στερηθείς
τις ζεστές κουβέντες προτού
σφαλίσεις τα μάτια σου
στο βαθύ σκοτάδι.
Τούτο θαρρώ δε στο ‘πα.
Μόνο που οφείλεις να στερηθείς
τις ζεστές κουβέντες προτού
σφαλίσεις τα μάτια σου
στο βαθύ σκοτάδι.
Τούτο θαρρώ δε στο ‘πα.