Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

sex-appeal

Σχολιάζει η Στέλλα- Περιστέρα Παλάζη


Τι ζητούσαν οι γονείς μας από μας; Να μάθουμε γράμματα, να τρώμε όοοολο τα φαΐ μας και να μη " δίνουμε δικαιώματα ". Παγκόσμιος, εμφύλιος, ίσα που πήραν το απολυτήριο του δημοτικού, φοιτώντας σε εσπερινό- εκεί έγραφε ο πατήρ μου πάνω στο θρανίο " σ' αγαπώ " στη μαμά μου, αμέσως μετά αρραβωνιάστηκαν, έφηβοι ακόμα- και μόνο το χειμώνα παρακαλώ, την άνοιξη είχε δουλειές, ποιος θα πήγαινε στα πρόβατα..Τα οποία πρόβατα έδιναν το κατιτίς τους, με το μαλλί ύφαιναν, το γάλα ό,τι πρέπει για τυρί, το βούτυρο δεν το άγγιζες, λέει, πήγαινε στην πόλη με αντάλλαγμα είδη παντοπωλείου. Μεταξύ μας,τα παιδιά (τσκαλούδια κι σταμνούδια τα αποκαλούσαν, φράση δηλωτική της παιδικής θνησιμότητας αλλά πιο πολύ της προσοχής που τύχαιναν) δεν το πολυακουμπούσαν το φαγητό, αν υπήρχε, δεν τα άφηναν, προηγούνταν ο παππούς, ο θείος, ο μπαμπάς, οι γυναίκες σκοτώνονταν ποια θα ταΐσει το σκυλί, να χάψουν κανένα ξεροκόμματο... Να βρεις μια δουλειά να μην είσαι στον "νήλιου" έλεγε η γιαγιά μου, η δε μάνα μου να τρέχει με τα μουρουνόλαδα, να με κυνηγάει με κείνη την αηδία, ωμό αυγό με ζάχαρη και κακάο, να προσπαθεί παντοιοτρόπως μπας και παχύνουν τα " τσακνιάρκα τα πουδαρούδια μ'", όπως λέει και η Μένη. Το πιάσατε το νόημα; Ό,τι δεν είχαν, έπρεπε να το έχουμε με το παραπάνω. Άσπρη- άσπρη σαν το γάλα και χοντρή σαν τη βουβάλα δεν έλεγαν;
Διατηρούσαν, βέβαια, και τις αρχές τους, κάτι σαν το " τάξις και ηθική " του τηλεδημάρχου, στόχο στον οποίο συνέβαλε τα μάλα και το σχολείο! Πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, ψαρούκλα η Περιστέρα, να ακούει τη Μπουκουβάλα (υπέργηρη μου φαινόταν τότε) ότι απαγορεύεται το μαύρο στο μάτι, το μολύβι ντε και ότι θα μας το τρίψει για να δει αν είμαστε πειθήνιες..ένα χρόνο αργότερα η γυμνάστρια (ακατανόμαστη...) πήρε με τις κλωτσιές δυο συμμαθήτριες που τόλμησαν ( άκουσον, άκουσον) να εμφανιστούν πριν την παρέλαση με αφέλειες! Αν είναι δυνατόν, με αφέλειες οι ποταπές! Ε, στην τρίτη γυμνασίου που γίναμε μεικτό (γιατί ναι, για θηλέων ο λόγος πριν) υποχρεωθήκαμε να γαζώσουμε τις ποδιές μπροστά, καθότι έφεραν κουμπιά και επέτρεπαν τη ....θέα.




Κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι από τότε, άλλαξαν τόσα πράγματα, ενα μένει σταθερό! Η ανάγκη της μάνας να δει στο παιδί της αυτό που η ίδια στερήθηκε. Γράμματα μάθαμε, τα πρώτα παχύσαρκα παιδιά της γενιάς μου ήταν, ελεύθεροι νιώθαμε; Όχι, αν κρίνω από την εμφάνιση των σημερινών κοριτσιών. Πόζες που ξεχειλίζουν υποσχέσεις, ρούχα σε...σμίκρυνση, εκφράσεις λιμανιού, ξέχειλο sex-appeal . Ξεχάσαμε να τους πούμε αυτό: η θηλυκότητα δεν είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μήκος της φούστας. Και να το δείτε που, όταν βρεθούν στη θέση μας, θα πασχίζουν ώστε τα παιδιά τους να νιώσουν λίγη χαρά...


2ο Λύκειο Διδυμοτείχου 1981- 1983
                                       ................

Σχολιάζει ο Απόστολος Πουτουλούδης

Απ΄ όσο θυμάμαι, πάντα με ενοχλούσαν οι κώδικες ντυσίματος, οι εκπαιδευτικές μέθοδοι και οι πρακτικές των δασκάλων, ιδίως στα πρώτα χρόνια του σχολικού μου βίου. Έπρεπε οπωσδήποτε να σωφρονιστούμε, να βγούμε ανθρώποι στην κοινωνία, διαφορετικά δεν θα ΄χαμε στον ήλιο μοίρα, έτσι μας έλεγαν. Θυμάμαι στο δημοτικό συμμαθητή, να φέρνει κάθε εβδομάδα και καινούργιες βέργες απο κρανιά στους δασκάλους, να βγάλουν τα απωθημένα τσ΄ στα χερούδια μας..τ΄ άλλο πάλι, που σε σήκωναν απο τα τσουλούφια και στο κατέβασμα έτρωγες και δυο σκαμπίλια. Χρόνια και κείνα! Ένα μπλέ ομοιόμορφο τσούρμο απο μαθητές και μαθήτριες  με τους σωφρονιστικούς δημόσιους λειτουργούς. Όχι όλοι! Υπήρχαν και εξαιρέσεις που ακόμη τις θυμόμαστε..


Χιονάδες 1972 με τον δάσκαλο Αντώνη Χαλκιώτη
Οι σχολικές μπλέ στολές τα δύσκολα εκείνα χρόνια, είχαν μια λογική, δεν λέω!.. αλλά δεν έκαμνα και κωλοτούμπες, παρόλο που είχα γιαγιά μοδίστρα, την μπάμπω Γαζίνα ( Ζωγραφίνα) και η δική μου ήταν στην τρίχα..δεν ήταν φυσικά και Τσεκλένη, αλλά ξεχώριζε των άλλων που σκούπιζαν την μύξα με το μανίκι. Τα κορίτσια συνέχισαν να φορούν τις ποδιές και στο γυμνάσιο, μέχρι και το 1982, που καταργήθηκαν με νόμο..Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως και να άλλαζα γνώμη, καθότι πολύ άρεζα που έβλεπα τις μαθήτριες με τις μπλέ ποδίτσες τους..νομίζω ενίσχυαν περισσότερο το sex-appeal τους..δεν το λέω μόνο εγώ!

Διδυμότειχο 1981, 2ο Λύκειο
Τα χρόνια πέρασαν, καινούργιες πρακτικές, συνήθειες και ενδυμασίες λανσάρονται στην πιάτσα, ακόμη πιο καυτές.
Θυμάμαι το μίνι της δεκαετίας του 60, σύμβολο απελευθέρωσης της γυναίκας. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα και για ΄΄μίνι εγκεφαλικά΄΄..αν κι μικρός, τα ματούδια μ΄ έβλεπαν μια χαρα!
Η μόδα έρχεται, απέρχεται και επανέρχεται. Λένε πως το ρούχο που θα φορέσεις θα τονώσει το σεξαπίλ σου..μακάρι να ήταν έτσι και να μπορούσε να  αναδείξει και την προσωπικότητα σου! Ας μην το αναλύσουμε παραπάνω..
Εκείνο που μένει τελικά, είναι μια γλυκιά ανάμνηση των χρόνων που πέρασαν. 
Τώρα θα μου πείτε, ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι! ..και φυσικά χαίρομαι που τα θυμάμαι..Συγκρίνω και εγώ, βρε αδελφέ, το sex-appeal,   δηλ. τα χαρακτηριστικά του ερωτισμού του χθές και του σήμερα.. 
Κάθε εποχή έχει και τα δικά της νταμπγιέτια ...άλλα μας ξυνίζουν,  άλλα μας εντυπωσιάζουν, γούστα είναι αυτά!.. Μας αρκεί να βλέπουμε ευτυχισμένους νέους ανθρώπους! Είναι άραγε ευτυχισμένοι?..εσείς τι λέτε?

Μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Χιονάδων










Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ο κόσμος ο δικός μου

Μουσική: Ιωάννης Αρβανιτάκης 
Στίχος: Απόστολος Πουτουλούδης 

Προβολή στο You Tube

Τον κόσμο που φτιάξατε εσείς, σας τον χαρίζω
τον κόσμο που ονειρεύεστε εσείς, δεν τον γνωρίζω
διαγράφω όσα μου μάθατε εσείς και ξαναρχίζω 
ονειρεύομαι ένα κόσμο απλό και συνεχίζω
 τον δικό σας τον κόσμο, σας τον χαρίζω. 

Στον δικό μου τον κόσμο υπάρχουν παιδιά και κάτι ψυχές μόνες. 
Στον δικό μου τον κόσμο υπάρχουν πουλιά που κελαηδάνε γι’ αγάπη γλυκά. 
Στον δικό μου τον κόσμο υπάρχεις εσύ που την αγάπη την κάνεις γιορτή. 

Σε τούτο τον κόσμο τα μάτια στεγνά τα χείλη πικρά, τα όνειρα σβήνουν. 
Γδαρμένα κορμιά στων νυχιών σας τα βράχια στάζουν πόνο και αίμα. 
Πως μου ζητάτε λοιπόν εδώ να μείνω? 
Ονειρεύομαι ένα κόσμο απλό και συνεχίζω. 
Τον δικό σας τον κόσμο, σας τον χαρίζω.

 Οι εκόνες και οι σκηνές από το βίντεο που χρησιμοποιήθηκαν δεν έχουν κανένα κερδοσκοπικό χαρακτήρα..

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Θάλαττα - θάλαττα!

 Της Στέλλας-Περιστέρας-Παλάζη
Στέλλα- Πριστέρα-Παλάζη

Πριν  απολαύσουμε τη Στέλλα στο γλυκό ταξίδι νοσταλγίας και αναμνήσεων, ας μου επιτρέψει να κάνω και ο ίδιος μια μικρή εισαγωγή.. 
Πάνω απο ένα χρόνο έκαναν οι Μύριοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η περίφημη φράση Θάλαττα – θάλαττα ήταν η κραυγή ανακούφισης όταν αντίκρυσαν οι Έλληνες τη Μαύρη θάλασσα..
Εμείς, όπως και η φίλη μας η Στέλλα, κάναμε περισσότερο καιρό να την αντικρύσουμε και να αναφωνήσουμε θάλαττα, ω θάλαττα! Οι λόγοι πολλοί! Στην δεκαετία του 60΄ και του 70΄ οι ορεινοί, δεν ήταν ακόμη και τόσο εξοικειωμένοι με το υγρό στοιχείο, εκτός από κάποιες μικρές γκιόλες, τους νερόλακκους και τα πηγάδια που είχαν στην διάθεση τους, δεν τους ενδιέφερε και πολύ να αντικρύσουν τη θάλασσα.. Οι δε μετακινήσεις με διάφορα οχήματα, ελάχιστες..τα πιο μακρινά ταξίδια θα ήταν μέχρι το Διδυμότειχο με το λεωφορείο της γραμμής..Η μεγαλύτερη χαρά μας ήταν, να μας πάμε στο μαγειρείο του Θεοφάνη να φάμε κιουφτέδες με σάλτσα, παρά να πάμε στην Αλεξανδρούπολη να δούμε τη θάλασσα...
Άλλωστε να κολυμπήσουμε είχαμε τις γκιόλες. Οι γκιόλες για εμάς ήταν κάτι ανάλογο με τις σημερινές πισίνες, ασχέτως αν ήταν σκέτο μπατάκι...εκεί να δείς φιγούρες, αφού όμως πρώτα ξεδιψούσαν τα ζωντανά, κυρίως τα γελάδια...Και αυτό προνόμιο των αγοριών. Που να τολμήσουν οι κορασίδες να ξεβρακωθούν. .τα κορίτσια είχαν άλλα ταμπγιέτια, τα οποία περιγράφει με μαεστρία η φίλη μας Στέλλα..

Περιγράφει η Στέλλα- Περιστέρα- Παλάζη

Ποιος θα σε πήγαινε στη θάλασσα να βγάλεις φωτογραφία με  "μαγιό", μου λες;
Εμάς φωτογραφία μας έβγαζαν σε καμιά γιορτή που θα τύχαινε, σε εθνική επέτειο ή σε καμιά χαρά. Πουλύ άριζα που χόριβαν με του γυαλί κι μας έβαζαν τέλια μας τα μουκούτσκα!  
Εμείς δεν παραθερίζαμε, θε-ρί-ζα-με! Ε, τι μόνο οι επιδημίες θέριζαν κάποτε τον κοσμάκη; Αυτός τα πληρώνει πάντα όλα, να το ξέρεις...
H κουμίτσα και κούρσα είχαν και διακοπές πήγαιναν. Η μαμά της ερχόταν άσπρη άσπρη, που πολύ άρεσε στο χωριό και κατράμ'ι γίνονταν μετά τα μπάνια που πολύ της μοδός ήτο! 
Στο μεταξύ έφτασε και η τηλεόραση, στο καφενείο αρχικά, σε κάποια σπίτια στη συνέχεια, ασπρόμαυρη, αν θες να ξέρεις, ενάμιση κανάλι όλο κι όλο κι άρχισε να διαμορφώνει τις επιλογές μας. Είδαμε και πώς κολυμπούσαν οι χριστιανοί και τάχατις έκαμναμι του ίδιου με τη φίλη μου τη Λίτσα! Μέσα σε ένα αμπάρι γεμάτο σιτάρι, το εισπραχθέν από τον ιδιοκτήτη της κομπίνας...

Εδώ δεν είμαι εγώ!


Εδώ είμαι εγώ!
Ποιμενοβουκολική η καταγωγή γαρ, το καλοκαίρι "φουλ σεζόν" που λένε. Και μπορεί να μην προλάβαμε το δρεπάνι, το μάθαμε αργότερα αυτό, κάτι κόμματα πολιτικά και τέτοια ...,ξέρετε, αν και ποτέ δεν μου άρεσαν οι Κνίτες, πολύ ακαμψία, βρε παιδάκι μου, μπατόζα δεν ίδγια καν καμιάφρα, είχαμε, όμως κομπίνες! Κομπίνα, δηλαδή, θεριζοαλωνιστική μηχανή, ο πατήρ μου ιδιοκτήτης και χειριστής ταυτοχρόνως.Το λιγότερο δέκα άτομα προσωπικό, δυο ήταν μόνο οι " τσουβαλάδες". 




Εδώ είμαι εγώ!
Οι λοιποί στο τρακτέρ μετέφεραν τα σακιά στο σπίτι του νοικοκύρη. Κυριλάτος ο οδηγός, είχε τη θέση του, όχι σαν τους κακόμοιρους, τσιπλάκδις απ' τ' μεσ'η κι απάν αψλά στην πλατφόρμα. Πιαλούσι μάνα μ' ούλ' η τ' μέρα να τ' ς ιτοιμάσει φαΐ, μισμέρ' κι βράδ' υ, παρακαλώ πουλύ, δυο κουβάδις φασουλάκια καθάρζι, μι του κριάς τα μαγείρευε, τ' ς νταήδις τους σιτίζαμε άνευ φειδούς, "μ',τι, νταήκας παένει στουν πόλιμου, θέλ' ει να τρώει γιρά" το μότο της γιαγιάς μου, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί " το καλύτερο κομμάτι θα το φάει ο μπαμπάς σου". 

Άλλος θέριζε κι άλλος παραθέριζε..
Τώρα που είπα μπαμπάς...δεν τον έβλεπα καθόλου! Το βράδυ που επέστρεφε ήμουνα στη βόλτα, στου σιόσιου, περνούσε από κει, περηφάνια εγώ που είχα ντάντι κουμπινιέρ'η αλλά έκαμνα ότι δεν είναι και τίπουτα του σπουδαίου...ανταμώναμε λιούτσκιου του προυί σαμπάλια, αυτός ξεκινούσε για τον επιούσιο, η αφεντιά μου μόλις είχε τελειώσει ένα ακόμα Άρλεκιν, τα οποία Άρλεκιν τα προμηθευόμουν απ' την Παναγιώτα την Καρλιώτα, που τον είχε βρει τον ψηλό με το λακάκι, βέβαια μελαχρινό δεν τον λες το Θανάση αλλά τα διάβαζε μανιωδώς, η διάθεση για ρομάντζο στη γυναίκα πεθαίνει τελευταία.


Τα Άρλεκιν της Παναγιώτας
Ποιος θα σε πήγαινε στη θάλασσα, μου λες; Είχαν πάει ποτέ οι γονείς μας; Άσε που τα αυτοκίνητα ήταν " αγνώστου ταυτότητας κινούμενα αντικείμενα " κι αν διέθετε κάποια οικογένεια σίγουρα ήταν αγροτικό, επιτρεπόμενος αριθμός επιβαινόντων δύο, άντε τρεις, αν παρίστανε τον αόμματο ο τροχαίος. Eπέτρεπαν οι περιστάσεις την οίηση στους ένστολους, χούντα για! Βλέπαμε χωροφύλακα και κατρούσαμι τα βρακιά μας! Βρακιά είπα; Μόνο αυτό θυμάμαι, την επίπληξη της μαμάς μου που πήγα και γέμισα σκουριές - κυριολεκτικά σκούριασα- ένα ολοκαίνουριο, όχι από εκείνα με τα φουρφούρια,απλό αλλά τσιάχτζι απ' τ'ν ασπράδα, ξέρεις τι χάσκια που κάνει τα λευκά η θολόσταχτη; Μου το φόρεσαν εν είδει μαγιό, κατέβηκε ο μπαμπάς μου στην Αλεξανδρούπολη, ολόκληρο ταξίδι μιλάμε και είπε να με πάρει μαζί του, πάνω από τεσσάρων δεν ήμουνα, πίκολο κανονικό. Τι χρώμα είχε η θάλασσα, πώς ήταν το νερό, πόσο μείναμε θα σας γελάσω. Τη μυρωδιά της θυμάμαι έντονα και μια καΐντούρα σιδερένια, τσουλήθρα την έλεγαν εκεί, αυτή μου έκανε τη ζημιά, πώς να ασπρίσει ξανά το εσώρουχο, παλιουσκούτι ίνγκι, σάμπως είχαν οι γυναίκες πλυντήρια, με νερό απ' του πχιάδ' ι φυσικά!




Την επόμενη φορά που πήγα σε παραλία, αρκετά χρόνια αργότερα, φορούσα μαγιό κανονικά και με το νόμο! Δανεικό! Της Μένης ήταν, " γερμανίδα" ..


Κορίτσια για φίλημα

Κάποτε στην Αλεξανδρούπολη..

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Η Νίτσα και το σούσι

Της Στέλλας- Περιστέρας -Παλάζη

Έμαθε και η Νίτσα το σούσι! Η Νίτσα που μετονομάστηκε..Λαμπριάνα τη λέμε τώρα. Το χρυσοπλήρωσε, επιστράτευσε κι όλο της το κουράγιο, έκανε πέτρα την καρδιά, το κατάπιε τελικά. Ωμό ψάρι, χρυσό μου, καταλαβαίνεις; Τσιίκου δηλαδή! Και τυλιγμένο σε πρασνιαδάκια, φύκια λέει! Αλλά πώς αλλιώς θα είσαι τση μοδός, χτίκιασε ο Κωστόπουλος με τα in και out, ναι ο Πετράκος, από το Βόλο, ο γιος του ταξιτζή που, δεν μπορείς να το αρνηθείς, μας έκανε ανθρώποι!


Εκεί θα πας για καφέ- πίνεις φραπέ; τι μπανάλ, θέ μου-αυτό μην τολμήσεις μιλάμε να το φορέσεις, πρόσεχε τα λλλλ σου έτσι και είσαι Σαλονικιός, λίτρα λέμε, παιδί μου,όχι λίιιτρα! Κάπως έτσι μάθαμε και το μούσλι, το πατέ, τα φοντύ, το φουά γκρα,τα ai dente, τσιίκα επίσης, το ριζότο,την πανακότα- τη γριά κότα τη φτιάχναμε καπαμά-τα ποσέ, τα φλαμπέ, τις βελουτέ, τα σενιάν- μανία με το τσιίκου, όμως...-,το εσκαλόπ, τα γκρατινέ, το γουόκ,το στρούντελ, τα νουντλς,τα τσόπ στικς, το φίνγκερ φουντ,το ταμπουλέ,τα τάπας και τελειώνω την πολέντα, κατσιαμάκ'ι το λεγε ο παππούς μου, παιδιά, η γιαγιά μου σταυροκοπιούνταν που κατάφερνε και το τρωγε! Αχ,καημένη Νίτσα, πού να ' ξερες πως οι παλιοί έτρωγαν τα καλύτερα, αν τα είχαν φυσικά...

.. γιατί η πρώτη ύλη τα κάνει όλα και παλιά ήταν αρίστης ποιότητος! Κρεατικά από χαϊβάνια που δεν τα φούσκωναν με ορμόνες παρά τα τάιζαν με τα πουπλίδια, ό,τι περίσσευε δηλαδή, αυτό που αλλιώς θα πετούσε η νοικοκυρά, από το μουχλιασμένο ψωμί μέχρι τις καρπουζόκορες και μη μου ξαναμιλήσεις, σε παρακαλώ, για ανακύκλωση, με πιάνουν τα γέλια! Αυγουλάκια μούρλια, γάλα με όλα του τα λιπαρά, αριάνι αυθεντικό, αφού έπαιρναν το βούτυρο, με προσθήκη μαγιάς μετατρέπουν τώρα το γάλα σε αρ...εεεε..σε κεφίρ ήθελα να πω, αλεύρι από το δικό τους σιτάρι, μέλι απευθείας από την πηγή, το κοφίνι,αρτσιάκ'ι που ωρίμαζε σε τουλούμι από τ' αρνούδια,φρουτα- λαχανικά- ξηροί καρποί όλα παραγωγής τους, όντως βιολογικά, έβρισκες και κανένα σκουληκάκι, στην καλύτερη περίπτωση ολόκληρο κι όχι... δαγκωμένο, δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να δω σκώληκα σε μήλο...να μην τα πολυλογώ, λαγγίτες, μικίκια,καρταλάτσια,
γκιζλιαμέδις, ριτσέλια, καβουρμάς,λουκάνικα, τραχανάς- ή τσιουρβάς, ή με φασόλια, μπορεί και με πατάτες αλλά κυρίως με κοτόπουλο-φύλλα- χυλοπίτες αλλιώς-, φασολάδα σε τσουκάλι που έχωναν στον ξυλόφουρνο,ντριμπό, ξιλιτζές, σάλτσα από ντομάτα, ψωμί ζυμωτό , με το που το ξεφούρνιζαν η γωνία σκίζονταν κατά μήκος, τη χαραγή παραγέμιζαν με βούτυρο, ίσως και λίγδα, προσφορά στους μικρούς...ηδονή!!!! Να πούμε για τα πράσινα αμύγδαλα ή ρεβύθια,για τα " μούσμουλα" τ' πάππου τ' Λίταγλου- τζίτζιφα ήταν, δεν ξέραμε πώς λέγονται, πηγαίναμε με τη Μένη να ζητήσουμε για λογαριασμό όλης της παρέας, πριν τα εμφανίσουμε αυτή έκρυβε τα μισά, ακολούθως τα μοίραζε ακριβοδίκαια.. και μύριες ακόμα γεύσεις ξεχασμένες,που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ!Δεν πειράζει! Τα σούσια και οι Λαμπριάνες είναι μια κάποια λύσις!!!