Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Θάλαττα - θάλαττα!

 Της Στέλλας-Περιστέρας-Παλάζη
Στέλλα- Πριστέρα-Παλάζη

Πριν  απολαύσουμε τη Στέλλα στο γλυκό ταξίδι νοσταλγίας και αναμνήσεων, ας μου επιτρέψει να κάνω και ο ίδιος μια μικρή εισαγωγή.. 
Πάνω απο ένα χρόνο έκαναν οι Μύριοι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η περίφημη φράση Θάλαττα – θάλαττα ήταν η κραυγή ανακούφισης όταν αντίκρυσαν οι Έλληνες τη Μαύρη θάλασσα..
Εμείς, όπως και η φίλη μας η Στέλλα, κάναμε περισσότερο καιρό να την αντικρύσουμε και να αναφωνήσουμε θάλαττα, ω θάλαττα! Οι λόγοι πολλοί! Στην δεκαετία του 60΄ και του 70΄ οι ορεινοί, δεν ήταν ακόμη και τόσο εξοικειωμένοι με το υγρό στοιχείο, εκτός από κάποιες μικρές γκιόλες, τους νερόλακκους και τα πηγάδια που είχαν στην διάθεση τους, δεν τους ενδιέφερε και πολύ να αντικρύσουν τη θάλασσα.. Οι δε μετακινήσεις με διάφορα οχήματα, ελάχιστες..τα πιο μακρινά ταξίδια θα ήταν μέχρι το Διδυμότειχο με το λεωφορείο της γραμμής..Η μεγαλύτερη χαρά μας ήταν, να μας πάμε στο μαγειρείο του Θεοφάνη να φάμε κιουφτέδες με σάλτσα, παρά να πάμε στην Αλεξανδρούπολη να δούμε τη θάλασσα...
Άλλωστε να κολυμπήσουμε είχαμε τις γκιόλες. Οι γκιόλες για εμάς ήταν κάτι ανάλογο με τις σημερινές πισίνες, ασχέτως αν ήταν σκέτο μπατάκι...εκεί να δείς φιγούρες, αφού όμως πρώτα ξεδιψούσαν τα ζωντανά, κυρίως τα γελάδια...Και αυτό προνόμιο των αγοριών. Που να τολμήσουν οι κορασίδες να ξεβρακωθούν. .τα κορίτσια είχαν άλλα ταμπγιέτια, τα οποία περιγράφει με μαεστρία η φίλη μας Στέλλα..

Περιγράφει η Στέλλα- Περιστέρα- Παλάζη

Ποιος θα σε πήγαινε στη θάλασσα να βγάλεις φωτογραφία με  "μαγιό", μου λες;
Εμάς φωτογραφία μας έβγαζαν σε καμιά γιορτή που θα τύχαινε, σε εθνική επέτειο ή σε καμιά χαρά. Πουλύ άριζα που χόριβαν με του γυαλί κι μας έβαζαν τέλια μας τα μουκούτσκα!  
Εμείς δεν παραθερίζαμε, θε-ρί-ζα-με! Ε, τι μόνο οι επιδημίες θέριζαν κάποτε τον κοσμάκη; Αυτός τα πληρώνει πάντα όλα, να το ξέρεις...
H κουμίτσα και κούρσα είχαν και διακοπές πήγαιναν. Η μαμά της ερχόταν άσπρη άσπρη, που πολύ άρεσε στο χωριό και κατράμ'ι γίνονταν μετά τα μπάνια που πολύ της μοδός ήτο! 
Στο μεταξύ έφτασε και η τηλεόραση, στο καφενείο αρχικά, σε κάποια σπίτια στη συνέχεια, ασπρόμαυρη, αν θες να ξέρεις, ενάμιση κανάλι όλο κι όλο κι άρχισε να διαμορφώνει τις επιλογές μας. Είδαμε και πώς κολυμπούσαν οι χριστιανοί και τάχατις έκαμναμι του ίδιου με τη φίλη μου τη Λίτσα! Μέσα σε ένα αμπάρι γεμάτο σιτάρι, το εισπραχθέν από τον ιδιοκτήτη της κομπίνας...

Εδώ δεν είμαι εγώ!


Εδώ είμαι εγώ!
Ποιμενοβουκολική η καταγωγή γαρ, το καλοκαίρι "φουλ σεζόν" που λένε. Και μπορεί να μην προλάβαμε το δρεπάνι, το μάθαμε αργότερα αυτό, κάτι κόμματα πολιτικά και τέτοια ...,ξέρετε, αν και ποτέ δεν μου άρεσαν οι Κνίτες, πολύ ακαμψία, βρε παιδάκι μου, μπατόζα δεν ίδγια καν καμιάφρα, είχαμε, όμως κομπίνες! Κομπίνα, δηλαδή, θεριζοαλωνιστική μηχανή, ο πατήρ μου ιδιοκτήτης και χειριστής ταυτοχρόνως.Το λιγότερο δέκα άτομα προσωπικό, δυο ήταν μόνο οι " τσουβαλάδες". 




Εδώ είμαι εγώ!
Οι λοιποί στο τρακτέρ μετέφεραν τα σακιά στο σπίτι του νοικοκύρη. Κυριλάτος ο οδηγός, είχε τη θέση του, όχι σαν τους κακόμοιρους, τσιπλάκδις απ' τ' μεσ'η κι απάν αψλά στην πλατφόρμα. Πιαλούσι μάνα μ' ούλ' η τ' μέρα να τ' ς ιτοιμάσει φαΐ, μισμέρ' κι βράδ' υ, παρακαλώ πουλύ, δυο κουβάδις φασουλάκια καθάρζι, μι του κριάς τα μαγείρευε, τ' ς νταήδις τους σιτίζαμε άνευ φειδούς, "μ',τι, νταήκας παένει στουν πόλιμου, θέλ' ει να τρώει γιρά" το μότο της γιαγιάς μου, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί " το καλύτερο κομμάτι θα το φάει ο μπαμπάς σου". 

Άλλος θέριζε κι άλλος παραθέριζε..
Τώρα που είπα μπαμπάς...δεν τον έβλεπα καθόλου! Το βράδυ που επέστρεφε ήμουνα στη βόλτα, στου σιόσιου, περνούσε από κει, περηφάνια εγώ που είχα ντάντι κουμπινιέρ'η αλλά έκαμνα ότι δεν είναι και τίπουτα του σπουδαίου...ανταμώναμε λιούτσκιου του προυί σαμπάλια, αυτός ξεκινούσε για τον επιούσιο, η αφεντιά μου μόλις είχε τελειώσει ένα ακόμα Άρλεκιν, τα οποία Άρλεκιν τα προμηθευόμουν απ' την Παναγιώτα την Καρλιώτα, που τον είχε βρει τον ψηλό με το λακάκι, βέβαια μελαχρινό δεν τον λες το Θανάση αλλά τα διάβαζε μανιωδώς, η διάθεση για ρομάντζο στη γυναίκα πεθαίνει τελευταία.


Τα Άρλεκιν της Παναγιώτας
Ποιος θα σε πήγαινε στη θάλασσα, μου λες; Είχαν πάει ποτέ οι γονείς μας; Άσε που τα αυτοκίνητα ήταν " αγνώστου ταυτότητας κινούμενα αντικείμενα " κι αν διέθετε κάποια οικογένεια σίγουρα ήταν αγροτικό, επιτρεπόμενος αριθμός επιβαινόντων δύο, άντε τρεις, αν παρίστανε τον αόμματο ο τροχαίος. Eπέτρεπαν οι περιστάσεις την οίηση στους ένστολους, χούντα για! Βλέπαμε χωροφύλακα και κατρούσαμι τα βρακιά μας! Βρακιά είπα; Μόνο αυτό θυμάμαι, την επίπληξη της μαμάς μου που πήγα και γέμισα σκουριές - κυριολεκτικά σκούριασα- ένα ολοκαίνουριο, όχι από εκείνα με τα φουρφούρια,απλό αλλά τσιάχτζι απ' τ'ν ασπράδα, ξέρεις τι χάσκια που κάνει τα λευκά η θολόσταχτη; Μου το φόρεσαν εν είδει μαγιό, κατέβηκε ο μπαμπάς μου στην Αλεξανδρούπολη, ολόκληρο ταξίδι μιλάμε και είπε να με πάρει μαζί του, πάνω από τεσσάρων δεν ήμουνα, πίκολο κανονικό. Τι χρώμα είχε η θάλασσα, πώς ήταν το νερό, πόσο μείναμε θα σας γελάσω. Τη μυρωδιά της θυμάμαι έντονα και μια καΐντούρα σιδερένια, τσουλήθρα την έλεγαν εκεί, αυτή μου έκανε τη ζημιά, πώς να ασπρίσει ξανά το εσώρουχο, παλιουσκούτι ίνγκι, σάμπως είχαν οι γυναίκες πλυντήρια, με νερό απ' του πχιάδ' ι φυσικά!




Την επόμενη φορά που πήγα σε παραλία, αρκετά χρόνια αργότερα, φορούσα μαγιό κανονικά και με το νόμο! Δανεικό! Της Μένης ήταν, " γερμανίδα" ..


Κορίτσια για φίλημα

Κάποτε στην Αλεξανδρούπολη..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου